Η σχέση μας με τη μητέρα. Πως μπορεί να μας επηρεάσει;

«Μισοσκόταδο.  Σαν να πεθαίνω.  Κλείνω τα μάτια και γλιστράω στο σκοτάδι. Και τότε αφήνω μ’ έναν πήδο το κρεβάτι μου κι απ’ το δωμάτιο του νοσοκομείου βρίσκομαι ξαφνικά έξω στο ηλιόλουστο αστραφτερό λούνα παρκ εκεί που πριν από πολλές δεκαετίες περνούσα τις Κυριακές μου κάθε καλοκαίρι. . Προχωρώ κατευθείαν για το τρενάκι του τρόμου. Μπαίνω μέσα. Ρίχνω μια τελευταία ματιά τριγύρω και τότε μέσα, τη βλέπω. Της γνέφω με τα δυο μου χέρια και φωνάζω δυνατά για να μ’ ακούσουν όλοι: «Μάνα! Μάνα!». Εκείνη τη στιγμή το βαγονέτο ορμάει μπροστά, τραβιέμαι πίσω όσο πιο πολύ μπορώ και πριν με καταπιεί ξανά το σκοτάδι φωνάζω πάλι: «Μάνα; Πως τα πήγα, Μάνα; Πως τα πήγα;» και τη στιγμή ακόμα που σήκωνα το κεφάλι απ’ το μαξιλάρι και προσπαθούσα να τινάξω τ’ όνειρο από πάνω μου οι λέξεις είχαν μείνει κολλημένες στο λαιμό μου: «Πώς τα πήγα, Μάνα; Μάνα, πώς τα πήγα;»

Η Μάνα όμως κείτεται στο χώμα. Εδώ και δέκα χρόνια παγωμένη μέσα σ’ ένα απλό φέρετρο. Ναι, η Μάνα πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχει. Δέκα χρόνια. Νεκρή και αποσαθρωμένη. Τίποτα δικό της δεν απομένει, έξω από λίγα μαλλιά, λίγους χόνδρους, κόκκαλα κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Κι η εικόνα της που παραμονεύει στις αναμνήσεις μου και στα όνειρά μου.

Γιατί της κουνάω τώρα το χέρι, αφού χρόνο με το χρόνο ζούσα μαζί της σε μια σχέση αδιάκοπης εχθρότητας; Ποτέ, ούτε μια φορά δεν θυμάμαι να ζήσαμε οι δυο μας μια στιγμή ζεστασιάς. Ούτε μια φορά δεν ένιωσα περήφανος για κείνην  και δεν σκέφτηκα πόσο χαίρομαι που είναι μάνα μου.

Γιατί λοιπόν της κουνούσα το χέρι; Και γιατί τη ρωτούσα, τις τελευταίες ώρες της ζωής μου, «Πώς τα πήγα, Μάνα;» Είναι δυνατόν  – κι αυτή η εκδοχή με διαλύει – να έζησα όλη μου τη ζωή έχοντας ως πρωταρχικό μου ακροατήριο αυτή την αξιοθρήνητη γυναίκα; Όλη μου τη ζωή πάσχιζα να ξεφύγω απ’ το παρελθόν μου. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να κατακτήσω την ελευθερία και την ωριμότητα. Είναι δυνατόν να μην κατάφερα να ξεφύγω ούτε απ’ το παρελθόν μου ούτε απ’ τη μάνα μου;

Πως ζηλεύω κάποιους φίλους μου που είχαν όμορφες, ευγενικές , υποστηρικτικές μητέρες. Και τι παράξενο που αυτοί δεν είναι δεμένοι με τις μανάδες τους, ούτε τους τηλεφωνούν ούτε τις επισκέπτονται, ούτε τις ονειρεύονται ούτε καν τις σκέφτονται συχνά. Ενώ εγώ χρειάζεται πολλές φορές τη μέρα να διώξω τη μητέρα μου απ’ τον νου μου κι ακόμα και τώρα δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, συχνά  απλώνω αντανακλαστικά το χέρι να της τηλεφωνήσω.

Τα κακοποιημένα παιδιά πολλές φορές δυσκολεύονται να απεγκλωβιστούν από τις δυσλειτουργικές τους οικογένειες, ενώ τα παιδιά καλών και στοργικών γονιών μεγαλώνοντας φεύγουν με πολύ μικρότερη σύγκρουση. Αυτό εξάλλου δεν είναι το καθήκον του καλού γονιού, να δώσει στο παιδί την ικανότητα να φύγει απ’ το σπίτι;

Το καταλαβαίνω, αλλά δεν μου αρέσει.  Δεν μου αρέσει που η μητέρα μου μ’ επισκέπτεται κάθε μέρα. Απεχθάνομαι το γεγονός ότι έχει μπει τόσο βαθιά μέσα στις αυλακώσεις του εγκεφάλου μου, που δεν θα μπορέσω ποτέ να την ξεριζώσω. Και πάνω απ’ όλα απεχθάνομαι το γεγονός ότι στο τέλος της ζωής μου νιώθω υποχρεωμένος να ρωτήσω,  «Πως τα πήγα, Μάνα;» (Η Μάνα και το νόημα της ζωής, Irvin Yalom)

Δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι έρχονται στην ψυχοθεραπεία με αίτημα να γνωρίσουν τον εαυτό τους, να καταλάβουν ποιοι είναι και τι στ’ αλήθεια θέλουν στη ζωή τους. Στην πραγματικότητα είναι οι περισσότεροι. Και η μεγάλη πρόκληση του θεραπευτή είναι να κινητοποιήσει τον θεραπευόμενο ώστε να ανασύρει μνήμες και βιώματα από το παρελθόν και να τα συνδέσει με τις δυσκολίες του στο παρόν. Να αντιληφθεί πως απ’ την παθητική αποδοχή καταστάσεων θα περάσει στην ενεργητική παρουσία και πως από θύμα γίνεται θύτης και το αντίστροφο χωρίς καν να το καταλαβαίνει. Επειδή όπου υπάρχει ένα θύμα υπάρχει πάντα και ένας θύτης και οι ρόλοι αντιστρέφονται πολύ εύκολα.

Γιατί είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσεις τους άλλους για τα δεινά σου. Είναι πολύ εύκολο να ρίξεις το φταίξιμο στη Μάνα. Γιατί αν δεν το κάνεις θα έρθεις αντιμέτωπος με τη δική σου ευθύνη. Η στιγμή της αποκάλυψης είναι πάντα συγκλονιστική για τον θεραπευόμενο. «Είναι δυνατόν όλα στη ζωή μου να συνδέονται; Είναι δυνατόν πίσω από κάθε επιλογή μου να αναζητώ την αποδοχή της Μάνας ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία; Είναι δυνατόν να ακολουθώ το ίδιο μοτίβο με αυτό που πάντα σιχαινόμουν;».

Και μετά την πρώτη αποκάλυψη έρχεται η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει και η άλλη οπτική γωνία. Αυτή που μέχρι τώρα αγνοούσε και υποτιμούσε σαν να μην υπήρχε. Υπάρχει όμως και είναι η πλευρά της Μάνας. Όσοι έχουν την τύχη να ζει η μητέρα τους συχνά έχουν την μοναδική ευκαιρία να ακούσουν για πρώτη φορά τι έχει να πει και η Μάνα. Πως εκείνη βίωσε όσα της προσάπτονται, τι συναισθήματα είχε σε κάθε: «σε μισώ!» «δεν είσαι καλή μαμά!» «η μαμά του Βασίλη είναι καλύτερη από’ σένα», ή «παράτε με, δεν έχω όρεξη να σου μιλήσω!». Άραγε πως θα ήταν αν όλοι είχαμε την ευκαιρία να συνδεθούμε και να συναισθανθούμε την αγωνία, το άγχος, την ενοχή και την ανησυχία της Μάνας;

Ο Yalom, στη συνέχεια του ονείρου του κάνει ένα φανταστικό διάλογο με τη Μάνα που έχει πεθάνει:

-Μάνα, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Ίσως ήρθε πια ο καιρός να βλέπει ο καθένας μας τα δικά του όνειρα

– Ντρέπεσαι που είμαι εδώ; Πάντα ντρεπόσουν. Που αλλού να βρίσκομαι;

-Δεν είπα αυτό. Δεν με προσέχεις

– Πάντα με θεωρούσες ανόητη.

– Είναι που δεν μ’ ακούς.

– Δεν σ’ ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; για πες μου, εσύ μ’ ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για’ μένα;

– Έχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ’ αυτό, στο ν’ ακούει τον άλλον

– Εγώ σ’ άκουγα πολύ καλά. Άκουγα τη σιωπή κάθε βράδυ όταν γύριζα απ’ το μαγαζί κι εσύ δεν έκανες ούτε τον κόπο ν’ ανέβεις απ’ το δωμάτιό σου όπου μελετούσες. Δεν με χαιρέταγες καν. Δεν με ρώταγες αν ήταν δύσκολη η μέρα μου. Πως να σ’ ακούσω όταν δεν μου μίλαγες;

– Μάνα, ότι μου’ λεγες εγώ το’ νιωθα σαν κάποιου είδους επίπληξη. Ξέρω ότι περηφανευόσουν για’ μένα, ξέρω ότι έλεγες καλά πράγματα για’ μένα στους άλλους. Εμένα όμως ποτέ δεν μου τα είπες.

-Εγώ περνούσα χειρότερα από’ σένα. Ούτε εσύ μου’ λεγες καμιά καλή κουβέντα. Έπειτα εσύ ήξερες ότι πίσω απ’ την πλάτη σου εγώ καμάρωνα για’ σένα μπροστά στους άλλους. Εγώ όμως ήξερα ότι εσύ ντρεπόσουν για’ μένα. Άκουγα πως με κοροϊδεύατε εσύ κι οι φίλοι σου. Όλα τα’ άκουγα. Τι νόμιζες;

Έσκυψα το κεφάλι.

  • Όμως εσύ, Μάνα δεν φεύγεις από’ μένα. Τριγυρνάς στις σκέψεις μου. Στα όνειρά μου
  • Όχι, γιόκα μου

«Γιόκα μου;»: αυτή την έκφραση έχω να την ακούσω πενήντα χρόνια, είχα ξεχάσει ότι με φώναζαν έτσι συχνά εκείνη κι ο πατέρας μου.

  • Δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα νομίζεις, γιόκα μου. Θυμάσαι εκείνο τ’ όνειρο που με φωνάζεις πως τα πήγες;
  • Ναι, βέβαια το θυμάμαι τα’ όνειρό μου, Μάνα
  • Τ’ όνειρό σου; Αυτό είναι το λάθος. Εσύ νομίζεις ότι ήρθα εγώ στ’ όνειρό σου. Ε, αυτό το όνειρο δεν ήταν δικό σου, γιόκα μου. Ήταν δικό μου. Τι νομίζεις, και οι μανάδες βλέπουν όνειρα».

Αφήστε το σχόλιό σας

Let's connect
Created by:
Let's connect
Created by:

Creted by: GlobalMinds © 2024. All Rights Reserved